Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αν και νεαρός

  • 1 επιβάλλω

    (αόρ. επέβαλα, παθ. αόρ. επεβλήθην) 1. μετ.
    1) накладывать, налагать;

    επιβάλλω τιμωρία (ποινήν) — налагать взыскание (наказание);

    επιβάλλω φόρους — облагать налогами;

    2) понуждать, принуждать (к чему-л.);
    восстанавливать (силой);

    επιβάλλω σιωπήν — заставлять молчать;

    επιβάλλω την άποψη μου — навязывать своё мнение;

    επιβάλλω την τάξη — восстанавливать порядок;

    2. αμετ. мор.:

    επιβάλλ προς... — брать или держать курс на...;

    1) — внушать уважение, почтение (кому-л.), пользоваться авторитетом (у кого-л.);

    импонировать (кому-л.); производить впечатление (на кого-л.);

    αν και νεαρός επιβάλλεται — он хоть и молодой, но внушает уважение;

    επιβάλλομαι εις τούς μαθητάς μου — пользоваться авторитетом у своих учеников;

    2) завоёвывать уважение, признание;
    занимать главенствующее положение; 3) навязывать свою волю, заставлять слушаться; 4) απρόσ. необходимо;

    § επιβάλλομαι στον εαυτό μου — взять себя в руки; — совладать с собой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιβάλλω

См. также в других словарях:

  • νεαρός — ή, ό (ΑΜ νεαρός, ά, όν) μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέος νεοελλ. αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός») (νεοελλ. μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραί α) συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίμαχος και Χρυσορρόη — Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος Άγγελος — (12ος αι.). Γόνος της βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων. Μετά την εκθρόνιση και δολοφονία του Αλέξιου Β’ Κομνηνού (1180 83) από τον Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό (1183 85) έσπευσε στην Προύσα, όπου ο πραξικοπηματίας αυτοκράτορας είχε προκαλέσει έντονες… …   Dictionary of Greek

  • πόρτις — και πόρις, ιος, ἡ, μτγν τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α 1. νεαρή αγελάδα, θηλυκό μοσχαράκι («πολλαὶ δ αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», Θεόκρ.) 2. νεαρό ζώο («πόρτις κεραή», Ορφ.) 3. νεαρή κόρη, κοπέλα («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος» …   Dictionary of Greek

  • μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… …   Dictionary of Greek

  • ερίφιο — και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι( ν) και ρίφι( ν)) κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ ιον υποκοριστικό τής λ. έριφος*] …   Dictionary of Greek

  • νεούτσικος — και νιούτσικος, η, ο (Μ νεούτσικος και νιούτσικος, η, ον) [νέος] 1. (με θωπευτική σημ.) πολύ νεαρός σε ηλικία 2. το αρσ. ως ουσ. ο νεούτσικος νέος άντρας, νεαρούλης 3. το θηλ. ως ουσ. η νεουτσικη νεαρή γυναίκα, κοπέλα νεοελλ. 1. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • ανέψι — και ανίψι, το νεαρός ανεψιός, γενικά ανεψιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικά των ανεψιός και ανιψιός αντιστοίχως] …   Dictionary of Greek

  • τέρχνος — και τρέχνος, εος, τὸ, Α 1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι 2. στον πληθ. τέρχνεα (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια». [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε νος (πρβλ. ἔρ νος, κτῆ νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα ἐντάφια» συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»